εξάμβλωση

εξάμβλωση
η (AM ἐξάμβλωσις) [εξαμβλώ]
πρόωρος τοκετός, αποβολή εμβρύου
νεοελλ.
τεχνητή αποβολή εμβρύου, έκτρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξάμβλωση — η η τεχνητή αποβολή, έκτρωση, άμβλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαμβλώσῃ — ἐξαμβλώσηι , ἐξάμβλωσις miscarriage fem dat sg (epic) ἐξαμβλόω make to miscarry aor subj mid 2nd sg ἐξαμβλόω make to miscarry aor subj act 3rd sg ἐξαμβλόω make to miscarry fut ind mid 2nd sg ἐξαμβλόω make to miscarry aor subj mid 2nd sg ἐξαμβλόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαμβλωτικός — ή, ό [εξαμβλώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση ή γίνεται με εξάμβλωση 2. αυτός που προκαλεί εξάμβλωση …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.) ή που γίνεται με εξάμβλωση: Εξαμβλωτική μέθοδος. 2. που προκαλεί εξάμβλωση, εκτρωτικός: Εξαμβλωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάμβλωμα — το (AM ἐξάμβλωμα) έμβρυο πρόωρα γεννημένο νεοελλ. κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα αρχ. εξάμβλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ όπου …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.), εκτρωτικός, που συντελεί στην εξάμβλωση. 2. ο όμοιος με εξάμβλωμα, τερατώδης, τερατόμορφος, οικτρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξάμβλωμα ή στην εξάμβλωση 2. αυτός που μοιάζει με εξάμβλωμα, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμβλωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Παγίδα] …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλώσκω — ἐξαμβλώσκω (AM) Α και ἐξαμβλώττω) [αμβλώσκω] προκαλώ εξάμβλωση …   Dictionary of Greek

  • εξάμβλωμα — το 1. το έμβρυο που αποβλήθηκε με εξάμβλωση, το έκτρωμα, το απόριγμα. 2. καθετί το τερατώδες, τέρας ή κατασκεύασμα εξαιρετικά κακότεχνο, τερατούργημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”